- δανίσητε
- дадите взаймы
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
δανίσητε — δανείζω put out money at usury aor subj act 2nd pl δανίζω aor subj act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)